- πρωτόσφακτος
- πρωτό-σφακτος, ον,A slaughtered first, Lyc.329.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πρωτόσφακτος — ον, Α αυτός που σφάχθηκε πρώτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + σφακτός (< σφάζω), πρβλ. νεό σφαχτος] … Dictionary of Greek
πρωτόσφακτον — πρωτόσφακτος slaughtered first masc/fem acc sg πρωτόσφακτος slaughtered first neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)